- φαληριόωντα
- φαληριάωto be patched with whitepres part act neut nom/voc/acc pl (epic)φαληριάωto be patched with whitepres part act masc acc sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαληριώ — άω, Α (ποιητ. τ.) είμαι λευκός («κύματα κυρτὰ φαληριόωντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φάληρος / φάλαρος «λευκός» + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια ή κατάσταση σώματος (πρβλ. ὠχρ ιῶ)] … Dictionary of Greek